ὑστερόφωνον

ὑστερόφωνον
ὑστερόφωνος
sounding after
masc/fem acc sg
ὑστερόφωνος
sounding after
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υστερόφωνος — ον, ΜΑ αυτός που αντηχεί μετά από κάποιον άλλο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερόφωνον η αντήχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό φωνος, ὁμό φωνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”